- ἀνείσακτος
- ἀνείσακτος, ον,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανείσακτος — η, ο (Α ἀνείσακτος, ον) νεοελλ. εμπόρευμα του οποίου δεν έγινε εισαγωγή από το εξωτερικό ή γιά τό οποίο δεν δόθηκε άδεια εισαγωγής αρχ. ο αμύητος … Dictionary of Greek
ἀνεισάκτοις — ἀνείσακτος not initiated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεισάκτους — ἀνείσακτος not initiated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)