ἀνείσακτος

ἀνείσακτος
ἀνείσακτος, ον,
A not initiated, = ἀμύητος, Iamb.VP17.75; applied by Stoics to their opponents, Stoic.2.250.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανείσακτος — η, ο (Α ἀνείσακτος, ον) νεοελλ. εμπόρευμα του οποίου δεν έγινε εισαγωγή από το εξωτερικό ή γιά τό οποίο δεν δόθηκε άδεια εισαγωγής αρχ. ο αμύητος …   Dictionary of Greek

  • ἀνεισάκτοις — ἀνείσακτος not initiated masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεισάκτους — ἀνείσακτος not initiated masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”